Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιπαραχώρησις
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεισαγωγή
ἀντιπαρέκτασις
ἀντιπαρεκτείνομαι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρεξαγωγή
ἀντιπαρέξειμι
ἀντιπαρεξετάζω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπαρηγορέω
ἀντιπαρήκω
ἀντιπαριππεύω
ἀντιπαρίστημι
ἀντιπαροδεύω
ἀντιπαρονομάζομαι
ἀντιπαρρησιάζομαι
ἀντιπαρῳδέω
ἀντιπαρωνυμέομαι
ἀντιπάσχω
View word page
ἀντιπαρέχω
to supply in turn

ShortDef

to supply in turn

Debugging

Headword:
ἀντιπαρέχω
Headword (normalized):
ἀντιπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρεχω
IDX:
9012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9013
Key:

Data

{'content': 'to supply in turn'}