Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑελῖτις
ὑελοψικός
ὑετηρία
ὑετία
ὑετίζω
ὑέτιος
ὑετόεις
ὑετόμαντις
ὑετοποιός
ὑετός
ὑετώδης
ὐϝαις
ὑηνεύς
ὑηνέω
ὑηνία
ὑηνός
Ὕης
Ὕηττος
ὑθλέω
ὑθλορρήμων
ὕθλος
View word page
ὑετώδης
rainy, showery

ShortDef

rainy, showery

Debugging

Headword:
ὑετώδης
Headword (normalized):
ὑετώδης
Headword (normalized/stripped):
υετωδης
IDX:
90119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90120
Key:

Data

{'content': 'rainy, showery'}