Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑδρωπία
ὑδρωπιάω
ὑδρωπικός
ὑδρωπιώδης
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕεινα
ὕειος
ὑελέψης
Ὑέλη
ὑελιάριος
ὑέλιον
ὑελῖτις
ὑελοψικός
ὑετηρία
ὑετία
ὑετίζω
ὑέτιος
ὑετόεις
ὑετόμαντις
ὑετοποιός
View word page
ὑελιάριος
glass-worker
ShortDef
glass-worker
Debugging
Headword:
ὑελιάριος
Headword (normalized):
ὑελιάριος
Headword (normalized/stripped):
υελιαριος
IDX:
90107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90108
Key:
Data
{'content': 'glass-worker'}