Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
Ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδρώδης
Ὑδρών
ὑδρωπία
ὑδρωπιάω
ὑδρωπικός
ὑδρωπιώδης
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕεινα
ὕειος
ὑελέψης
Ὑέλη
ὑελιάριος
View word page
ὑδρωπία
dropsy

ShortDef

dropsy

Debugging

Headword:
ὑδρωπία
Headword (normalized):
ὑδρωπία
Headword (normalized/stripped):
υδρωπια
IDX:
90097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90098
Key:

Data

{'content': 'dropsy'}