Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροφόρος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
Ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδρώδης
Ὑδρών
ὑδρωπία
ὑδρωπιάω
ὑδρωπικός
ὑδρωπιώδης
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕεινα
View word page
ὑδρόχυτος
gushing with water

ShortDef

gushing with water

Debugging

Headword:
ὑδρόχυτος
Headword (normalized):
ὑδρόχυτος
Headword (normalized/stripped):
υδροχυτος
IDX:
90093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90094
Key:

Data

{'content': 'gushing with water'}