Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροφόρια
ὑδροφορικός
ὑδροφόρος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
Ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδρώδης
Ὑδρών
ὑδρωπία
ὑδρωπιάω
ὑδρωπικός
ὑδρωπιώδης
ὕδρωψ
View word page
ὑδροχοεῖον
well, cistern

ShortDef

well, cistern

Debugging

Headword:
ὑδροχοεῖον
Headword (normalized):
ὑδροχοεῖον
Headword (normalized/stripped):
υδροχοειον
IDX:
90091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90092
Key:

Data

{'content': 'well, cistern'}