Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπαραχωρέω
ἀντιπαραχώρησις
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεισαγωγή
ἀντιπαρέκτασις
ἀντιπαρεκτείνομαι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρεξαγωγή
ἀντιπαρέξειμι
ἀντιπαρεξετάζω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπαρηγορέω
ἀντιπαρήκω
ἀντιπαριππεύω
ἀντιπαρίστημι
ἀντιπαροδεύω
ἀντιπαρονομάζομαι
View word page
ἀντιπαρεξαγωγή
a means of attack in controversy
ShortDef
a means of attack in controversy
Debugging
Headword:
ἀντιπαρεξαγωγή
Headword (normalized):
ἀντιπαρεξαγωγή
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρεξαγωγη
IDX:
9008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9009
Key:
Data
{'content': 'a means of attack in controversy'}