Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροφοβικός
ὑδροφόβος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρησις
ὑδροφορία
ὑδροφόρια
ὑδροφορικός
ὑδροφόρος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
Ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδρώδης
Ὑδρών
View word page
ὑδροφύλαξ
inspector of aqueducts/irrigation works

ShortDef

inspector of aqueducts/irrigation works

Debugging

Headword:
ὑδροφύλαξ
Headword (normalized):
ὑδροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
υδροφυλαξ
IDX:
90086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90087
Key:

Data

{'content': 'inspector of aqueducts/irrigation works'}