Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑδροφοβιάω
ὑδροφοβικός
ὑδροφόβος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρησις
ὑδροφορία
ὑδροφόρια
ὑδροφορικός
ὑδροφόρος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
Ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδρώδης
View word page
ὑδροφυλακία
office of inspection of aqueducts/irrigation works
ShortDef
office of inspection of aqueducts/irrigation works
Debugging
Headword:
ὑδροφυλακία
Headword (normalized):
ὑδροφυλακία
Headword (normalized/stripped):
υδροφυλακια
IDX:
90085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90086
Key:
Data
{'content': 'office of inspection of aqueducts/irrigation works'}