Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑδροστόλος
ὑδρότης
Ὑδροῦς
ὑδροφάντης
ὑδροφοβία
ὑδροφοβιάω
ὑδροφοβικός
ὑδροφόβος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρησις
ὑδροφορία
ὑδροφόρια
ὑδροφορικός
ὑδροφόρος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
Ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
View word page
ὑδροφορία
a water-carrying; office of water carrier
ShortDef
a water-carrying; office of water carrier
Debugging
Headword:
ὑδροφορία
Headword (normalized):
ὑδροφορία
Headword (normalized/stripped):
υδροφορια
IDX:
90080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90081
Key:
Data
{'content': 'a water-carrying; office of water carrier'}