Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιπαράταξις
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπαραχωρέω
ἀντιπαραχώρησις
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεισαγωγή
ἀντιπαρέκτασις
ἀντιπαρεκτείνομαι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρεξαγωγή
ἀντιπαρέξειμι
ἀντιπαρεξετάζω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπαρηγορέω
ἀντιπαρήκω
ἀντιπαριππεύω
ἀντιπαρίστημι
ἀντιπαροδεύω
View word page
ἀντιπαρεξάγω
to lead on against

ShortDef

to lead on against

Debugging

Headword:
ἀντιπαρεξάγω
Headword (normalized):
ἀντιπαρεξάγω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρεξαγω
IDX:
9007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9008
Key:

Data

{'content': 'to lead on against'}