Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροστατέομαι
ὑδροστάτης
ὑδροστόλος
ὑδρότης
Ὑδροῦς
ὑδροφάντης
ὑδροφοβία
ὑδροφοβιάω
ὑδροφοβικός
ὑδροφόβος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρησις
ὑδροφορία
ὑδροφόρια
ὑδροφορικός
ὑδροφόρος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
View word page
ὑδροφορέω
to carry water

ShortDef

to carry water

Debugging

Headword:
ὑδροφορέω
Headword (normalized):
ὑδροφορέω
Headword (normalized/stripped):
υδροφορεω
IDX:
90078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90079
Key:

Data

{'content': 'to carry water'}