Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιπαραστρατοπεδεύω
ἀντιπαράταξις
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπαραχωρέω
ἀντιπαραχώρησις
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεισαγωγή
ἀντιπαρέκτασις
ἀντιπαρεκτείνομαι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρεξαγωγή
ἀντιπαρέξειμι
ἀντιπαρεξετάζω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπαρηγορέω
ἀντιπαρήκω
ἀντιπαριππεύω
ἀντιπαρίστημι
View word page
ἀντιπαρεκτείνομαι
to be reciprocally interpenetrated
ShortDef
to be reciprocally interpenetrated
Debugging
Headword:
ἀντιπαρεκτείνομαι
Headword (normalized):
ἀντιπαρεκτείνομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρεκτεινομαι
IDX:
9006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9007
Key:
Data
{'content': 'to be reciprocally interpenetrated'}