Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑδρόμφαλον
ὑδρόμφαλος
ὑδρονομέομαι
ὑδροπαγής
ὑδροπάροχος
ὑδροπέπερι
ὑδροπλασμός
ὑδροποιός
ὑδρόπορος
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορόδινον
ὑδροροσᾶτον
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροσεληνίτης
ὑδροσκοπέω
ὑδροσκοπία
ὑδροσκοπική
ὑδροσκοπικόν
View word page
ὑδροποτέω
to drink water
ShortDef
to drink water
Debugging
Headword:
ὑδροποτέω
Headword (normalized):
ὑδροποτέω
Headword (normalized/stripped):
υδροποτεω
IDX:
90052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90053
Key:
Data
{'content': 'to drink water'}