Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδρόμελι
ὑδρομέτριον
ὑδρόμηλον
ὑδρομιγής
ὑδρόμφαλον
ὑδρόμφαλος
ὑδρονομέομαι
ὑδροπαγής
ὑδροπάροχος
ὑδροπέπερι
ὑδροπλασμός
ὑδροποιός
ὑδρόπορος
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορόδινον
ὑδροροσᾶτον
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροσεληνίτης
View word page
ὑδροπλασμός
qui

ShortDef

qui

Debugging

Headword:
ὑδροπλασμός
Headword (normalized):
ὑδροπλασμός
Headword (normalized/stripped):
υδροπλασμος
IDX:
90048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90049
Key:

Data

{'content': 'qui'}