Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
ὑδρόμελι
ὑδρομέτριον
ὑδρόμηλον
ὑδρομιγής
ὑδρόμφαλον
ὑδρόμφαλος
ὑδρονομέομαι
ὑδροπαγής
ὑδροπάροχος
ὑδροπέπερι
ὑδροπλασμός
ὑδροποιός
ὑδρόπορος
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορόδινον
ὑδροροσᾶτον
ὑδρορρόα
View word page
ὑδροπάροχος
one who furnishes water

ShortDef

one who furnishes water

Debugging

Headword:
ὑδροπάροχος
Headword (normalized):
ὑδροπάροχος
Headword (normalized/stripped):
υδροπαροχος
IDX:
90046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90047
Key:

Data

{'content': 'one who furnishes water'}