Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροκόμος
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
Ὑδρομέδουσα
ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
ὑδρόμελι
ὑδρομέτριον
ὑδρόμηλον
ὑδρομιγής
ὑδρόμφαλον
ὑδρόμφαλος
ὑδρονομέομαι
ὑδροπαγής
ὑδροπάροχος
ὑδροπέπερι
ὑδροπλασμός
ὑδροποιός
View word page
ὑδρομέτριον
vessel for measuring a flow of water

ShortDef

vessel for measuring a flow of water

Debugging

Headword:
ὑδρομέτριον
Headword (normalized):
ὑδρομέτριον
Headword (normalized/stripped):
υδρομετριον
IDX:
90039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90040
Key:

Data

{'content': 'vessel for measuring a flow of water'}