Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
Ὑδρομέδουσα
ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
ὑδρόμελι
ὑδρομέτριον
ὑδρόμηλον
ὑδρομιγής
ὑδρόμφαλον
ὑδρόμφαλος
View word page
ὑδρόμαντις
one who divines from water

ShortDef

one who divines from water

Debugging

Headword:
ὑδρόμαντις
Headword (normalized):
ὑδρόμαντις
Headword (normalized/stripped):
υδρομαντις
IDX:
90033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90034
Key:

Data

{'content': 'one who divines from water'}