Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροθήρας
ὑδροθηρία
ὑδροθηρικός
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
Ὑδρομέδουσα
ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
ὑδρόμελι
ὑδρομέτριον
ὑδρόμηλον
View word page
ὑδρολάπαθον
water-sorrel

ShortDef

water-sorrel

Debugging

Headword:
ὑδρολάπαθον
Headword (normalized):
ὑδρολάπαθον
Headword (normalized/stripped):
υδρολαπαθον
IDX:
90030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90031
Key:

Data

{'content': 'water-sorrel'}