Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροδόχος
ὑδροδρόμος
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδροθήκη
ὑδροθήρας
ὑδροθηρία
ὑδροθηρικός
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
Ὑδρομέδουσα
View word page
ὑδροκηλικός
suffering from hydrocele

ShortDef

suffering from hydrocele

Debugging

Headword:
ὑδροκηλικός
Headword (normalized):
ὑδροκηλικός
Headword (normalized/stripped):
υδροκηλικος
IDX:
90025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90026
Key:

Data

{'content': 'suffering from hydrocele'}