Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδρογάστωρ
ὑδρογνώμων
ὑδρογονικός
ὑδροδοχεῖον
ὑδροδόχος
ὑδροδρόμος
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδροθήκη
ὑδροθήρας
ὑδροθηρία
ὑδροθηρικός
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
View word page
ὑδροθηρία
fishing

ShortDef

fishing

Debugging

Headword:
ὑδροθηρία
Headword (normalized):
ὑδροθηρία
Headword (normalized/stripped):
υδροθηρια
IDX:
90021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90022
Key:

Data

{'content': 'fishing'}