Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδροβόλος
ὑδρόγαρον
ὑδρογάστωρ
ὑδρογνώμων
ὑδρογονικός
ὑδροδοχεῖον
ὑδροδόχος
ὑδροδρόμος
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδροθήκη
ὑδροθήρας
ὑδροθηρία
ὑδροθηρικός
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
View word page
ὑδροθήκη
reservoir, cistern

ShortDef

reservoir, cistern

Debugging

Headword:
ὑδροθήκη
Headword (normalized):
ὑδροθήκη
Headword (normalized/stripped):
υδροθηκη
IDX:
90019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90020
Key:

Data

{'content': 'reservoir, cistern'}