Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδρεῖον
ὑδρεκδοχεῖον
ὑδρέλαιον
ὑδρεντεροκήλη
ὕδρευμα
ὕδρευσις
ὑδρευτής
ὑδρευτικός
ὑδρεύω
ὑδρηγός
ὑδρηλός
ὑδρήχοος
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδριαφόρος
ὑδρίον
ὕδριος
ὑδροβαφής
ὑδροβόλος
ὑδρόγαρον
ὑδρογάστωρ
View word page
ὑδρηλός
watery, wet

ShortDef

watery, wet

Debugging

Headword:
ὑδρηλός
Headword (normalized):
ὑδρηλός
Headword (normalized/stripped):
υδρηλος
IDX:
90001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90002
Key:

Data

{'content': 'watery, wet'}