Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕδραυλος
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεκδοχεῖον
ὑδρέλαιον
ὑδρεντεροκήλη
ὕδρευμα
ὕδρευσις
ὑδρευτής
ὑδρευτικός
ὑδρεύω
ὑδρηγός
ὑδρηλός
ὑδρήχοος
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδριαφόρος
ὑδρίον
ὕδριος
ὑδροβαφής
ὑδροβόλος
View word page
ὑδρεύω
to draw, fetch
ShortDef
to draw, fetch
Debugging
Headword:
ὑδρεύω
Headword (normalized):
ὑδρεύω
Headword (normalized/stripped):
υδρευω
IDX:
89999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90000
Key:
Data
{'content': 'to draw, fetch'}