Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
View word page
ἀβλεψία
blindness

ShortDef

blindness

Debugging

Headword:
ἀβλεψία
Headword (normalized):
ἀβλεψία
Headword (normalized/stripped):
αβλεψια
IDX:
89
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90
Key:

Data

{'content': 'blindness'}