Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑδραίνω
ὑδραῖος
ὑδραλέτης
ὑδραλετικός
ὑδράλμη
ὑδράνα
ὑδραντικός
ὑδραργυρίζω
ὑδράργυρος
ὑδράστινα
ὑδραύλης
ὕδραυλις
ὕδραυλος
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεκδοχεῖον
ὑδρέλαιον
ὑδρεντεροκήλη
ὕδρευμα
ὕδρευσις
ὑδρευτής
View word page
ὑδραύλης
one who plays the ὕδραυλις, a hydraulic organ
ShortDef
one who plays the ὕδραυλις, a hydraulic organ
Debugging
Headword:
ὑδραύλης
Headword (normalized):
ὑδραύλης
Headword (normalized/stripped):
υδραυλης
IDX:
89987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89988
Key:
Data
{'content': 'one who plays the ὕδραυλις, a hydraulic organ'}