Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδραγωγέω
ὑδραγωγία
ὑδραγώγιον
ὑδραγωγός
ὑδραίνω
ὑδραῖος
ὑδραλέτης
ὑδραλετικός
ὑδράλμη
ὑδράνα
ὑδραντικός
ὑδραργυρίζω
ὑδράργυρος
ὑδράστινα
ὑδραύλης
ὕδραυλις
ὕδραυλος
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεκδοχεῖον
ὑδρέλαιον
View word page
ὑδραντικός
for irrigation

ShortDef

for irrigation

Debugging

Headword:
ὑδραντικός
Headword (normalized):
ὑδραντικός
Headword (normalized/stripped):
υδραντικος
IDX:
89983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89984
Key:

Data

{'content': 'for irrigation'}