Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑδέω
Ὕδη
ὕδιον
ὑδνέω
ὕδνον
ὑδνόφυλλον
ὑδογενής
ὕδρα
ὑδραγωγέω
ὑδραγωγία
ὑδραγώγιον
ὑδραγωγός
ὑδραίνω
ὑδραῖος
ὑδραλέτης
ὑδραλετικός
ὑδράλμη
ὑδράνα
ὑδραντικός
ὑδραργυρίζω
ὑδράργυρος
View word page
ὑδραγώγιον
aqueduct

ShortDef

aqueduct

Debugging

Headword:
ὑδραγώγιον
Headword (normalized):
ὑδραγώγιον
Headword (normalized/stripped):
υδραγωγιον
IDX:
89975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89976
Key:

Data

{'content': 'aqueduct'}