Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕδερος
ὑδερώδης
ὑδέω
Ὕδη
ὕδιον
ὑδνέω
ὕδνον
ὑδνόφυλλον
ὑδογενής
ὕδρα
ὑδραγωγέω
ὑδραγωγία
ὑδραγώγιον
ὑδραγωγός
ὑδραίνω
ὑδραῖος
ὑδραλέτης
ὑδραλετικός
ὑδράλμη
ὑδράνα
ὑδραντικός
View word page
ὑδραγωγέω
conduct

ShortDef

conduct

Debugging

Headword:
ὑδραγωγέω
Headword (normalized):
ὑδραγωγέω
Headword (normalized/stripped):
υδραγωγεω
IDX:
89973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89974
Key:

Data

{'content': 'conduct'}