Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑδάτιον
ὑδατίς
ὑδατισμός
ὑδατοδόχος
ὑδατοειδής
ὑδατόεις
ὑδατοθρέμμων
ὑδατόκλυστος
ὑδατοπλήξ
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω
ὑδατοπότης
ὑδατοπωτέω
ὑδατόριζος
ὑδατόρρυτος
ὑδατοτρεφής
ὑδατόχλοος
ὑδατόχλωρος
ὑδατόχολος
ὑδατόχροος
ὑδατόω
View word page
ὑδατοποτέω
to drink water
ShortDef
to drink water
Debugging
Headword:
ὑδατοποτέω
Headword (normalized):
ὑδατοποτέω
Headword (normalized/stripped):
υδατοποτεω
IDX:
89945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89946
Key:
Data
{'content': 'to drink water'}