Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
ὑγρόφθαλμος
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφλοιος
ὑγροφόρητος
ὑγροφυής
ὑγροχίτων
ὑγρόχρως
ὑγρόχυτος
ὑγρώσσω
ὑδαλέος
ὑδαρής
ὑδαρός
ὑδασιστεγής
ὑδαταίνομαι
ὑδατεινός
ὑδατηγός
ὑδατηρός
ὑδατικός
ὑδάτινος
View word page
ὑγρώσσω
to make wet, moisten

ShortDef

to make wet, moisten

Debugging

Headword:
ὑγρώσσω
Headword (normalized):
ὑγρώσσω
Headword (normalized/stripped):
υγρωσσω
IDX:
89924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89925
Key:

Data

{'content': 'to make wet, moisten'}