Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγροτράχηλος
ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
ὑγρόφθαλμος
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφλοιος
ὑγροφόρητος
ὑγροφυής
ὑγροχίτων
ὑγρόχρως
ὑγρόχυτος
ὑγρώσσω
ὑδαλέος
ὑδαρής
ὑδαρός
ὑδασιστεγής
ὑδαταίνομαι
ὑδατεινός
ὑδατηγός
ὑδατηρός
ὑδατικός
View word page
ὑγρόχυτος
pouring

ShortDef

pouring

Debugging

Headword:
ὑγρόχυτος
Headword (normalized):
ὑγρόχυτος
Headword (normalized/stripped):
υγροχυτος
IDX:
89923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89924
Key:

Data

{'content': 'pouring'}