Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγροσκελής
ὑγρόσπερμος
ὑγρότης
ὑγροτόκος
ὑγροτράχηλος
ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
ὑγρόφθαλμος
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφλοιος
ὑγροφόρητος
ὑγροφυής
ὑγροχίτων
ὑγρόχρως
ὑγρόχυτος
ὑγρώσσω
ὑδαλέος
ὑδαρής
ὑδαρός
ὑδασιστεγής
ὑδαταίνομαι
View word page
ὑγροφόρητος
borne by

ShortDef

borne by

Debugging

Headword:
ὑγροφόρητος
Headword (normalized):
ὑγροφόρητος
Headword (normalized/stripped):
υγροφορητος
IDX:
89919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89920
Key:

Data

{'content': 'borne by'}