Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγρός
ὑγρόσαρκος
ὑγροσκελής
ὑγρόσπερμος
ὑγρότης
ὑγροτόκος
ὑγροτράχηλος
ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
ὑγρόφθαλμος
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφλοιος
ὑγροφόρητος
ὑγροφυής
ὑγροχίτων
ὑγρόχρως
ὑγρόχυτος
ὑγρώσσω
ὑδαλέος
ὑδαρής
ὑδαρός
View word page
ὑγρόφθογγος
making a gurgling sound

ShortDef

making a gurgling sound

Debugging

Headword:
ὑγρόφθογγος
Headword (normalized):
ὑγρόφθογγος
Headword (normalized/stripped):
υγροφθογγος
IDX:
89917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89918
Key:

Data

{'content': 'making a gurgling sound'}