Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγρορροέω
ὑγρός
ὑγρόσαρκος
ὑγροσκελής
ὑγρόσπερμος
ὑγρότης
ὑγροτόκος
ὑγροτράχηλος
ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
ὑγρόφθαλμος
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφλοιος
ὑγροφόρητος
ὑγροφυής
ὑγροχίτων
ὑγρόχρως
ὑγρόχυτος
ὑγρώσσω
ὑδαλέος
ὑδαρής
View word page
ὑγρόφθαλμος
with moist eyes

ShortDef

with moist eyes

Debugging

Headword:
ὑγρόφθαλμος
Headword (normalized):
ὑγρόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
υγροφθαλμος
IDX:
89916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89917
Key:

Data

{'content': 'with moist eyes'}