Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
ὑγροβόλος
ὑγρογέλως
ὑγρόγονος
ὑγρόδρυα
ὑγροθηρική
ὑγροκέλευθος
ὑγροκέφαλος
ὑγροκοίλιος
ὑγρόλιθος
ὑγρομανής
ὑγρομέδων
ὑγρομέλεια
ὑγρομελής
ὑγρομέτωπος
ὑγρόμοθος
ὑγρόμυρον
ὑγρόνομος
ὑγρόνοος
View word page
ὑγροκοίλιος
having moist
ShortDef
having moist
Debugging
Headword:
ὑγροκοίλιος
Headword (normalized):
ὑγροκοίλιος
Headword (normalized/stripped):
υγροκοιλιος
IDX:
89888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89889
Key:
Data
{'content': 'having moist'}