Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
ὑγροβόλος
ὑγρογέλως
ὑγρόγονος
ὑγρόδρυα
ὑγροθηρική
ὑγροκέλευθος
ὑγροκέφαλος
ὑγροκοίλιος
ὑγρόλιθος
ὑγρομανής
ὑγρομέδων
ὑγρομέλεια
View word page
ὑγρογέλως
softly laughing
ShortDef
softly laughing
Debugging
Headword:
ὑγρογέλως
Headword (normalized):
ὑγρογέλως
Headword (normalized/stripped):
υγρογελως
IDX:
89882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89883
Key:
Data
{'content': 'softly laughing'}