Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
ὑγροβόλος
ὑγρογέλως
ὑγρόγονος
ὑγρόδρυα
ὑγροθηρική
ὑγροκέλευθος
ὑγροκέφαλος
ὑγροκοίλιος
ὑγρόλιθος
View word page
ὑγρόβηξ
moist cough
ShortDef
moist cough
Debugging
Headword:
ὑγρόβηξ
Headword (normalized):
ὑγρόβηξ
Headword (normalized/stripped):
υγροβηξ
IDX:
89879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89880
Key:
Data
{'content': 'moist cough'}