Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγιόπους
ὑγιότης
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
ὑγροβόλος
ὑγρογέλως
ὑγρόγονος
ὑγρόδρυα
ὑγροθηρική
ὑγροκέλευθος
ὑγροκέφαλος
View word page
ὑγροβατικός
going in the wet

ShortDef

going in the wet

Debugging

Headword:
ὑγροβατικός
Headword (normalized):
ὑγροβατικός
Headword (normalized/stripped):
υγροβατικος
IDX:
89877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89878
Key:

Data

{'content': 'going in the wet'}