Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγιοζυγία
ὑγιοποιέω
ὑγιόπους
ὑγιότης
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
ὑγροβόλος
ὑγρογέλως
ὑγρόγονος
ὑγρόδρυα
ὑγροθηρική
View word page
ὑγρέμπλαστρον
a moist plaster

ShortDef

a moist plaster

Debugging

Headword:
ὑγρέμπλαστρον
Headword (normalized):
ὑγρέμπλαστρον
Headword (normalized/stripped):
υγρεμπλαστρον
IDX:
89875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89876
Key:

Data

{'content': 'a moist plaster'}