Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑγιάτης
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγιοζυγία
ὑγιοποιέω
ὑγιόπους
ὑγιότης
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
View word page
ὑγραίνω
to wet, moisten
ShortDef
to wet, moisten
Debugging
Headword:
ὑγραίνω
Headword (normalized):
ὑγραίνω
Headword (normalized/stripped):
υγραινω
IDX:
89870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89871
Key:
Data
{'content': 'to wet, moisten'}