Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑγιαστός
ὑγιάτης
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγιοζυγία
ὑγιοποιέω
ὑγιόπους
ὑγιότης
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
View word page
ὑγράζω
to be wet

ShortDef

to be wet

Debugging

Headword:
ὑγράζω
Headword (normalized):
ὑγράζω
Headword (normalized/stripped):
υγραζω
IDX:
89869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89870
Key:

Data

{'content': 'to be wet'}