Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑγίασμα
ὑγιαστήριον
ὑγιαστικός
ὑγιαστός
ὑγιάτης
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγιοζυγία
ὑγιοποιέω
ὑγιόπους
ὑγιότης
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὑγρέμπλαστρον
ὑγροβατέω
View word page
ὑγιοποιέω
make sound, heal
ShortDef
make sound, heal
Debugging
Headword:
ὑγιοποιέω
Headword (normalized):
ὑγιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
υγιοποιεω
IDX:
89866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89867
Key:
Data
{'content': 'make sound, heal'}