Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγίανσις
ὑγίασμα
ὑγιαστήριον
ὑγιαστικός
ὑγιαστός
ὑγιάτης
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγιοζυγία
ὑγιοποιέω
ὑγιόπους
ὑγιότης
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
View word page
ὑγιηρός
good for the health, wholesome
ShortDef
good for the health, wholesome
Debugging
Headword:
ὑγιηρός
Headword (normalized):
ὑγιηρός
Headword (normalized/stripped):
υγιηρος
IDX:
89863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89864
Key:
Data
{'content': 'good for the health, wholesome'}