Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὑβριστοδίκαι
ὕβριστος
ὕβωμα
ὕβωσις
ὕγειος
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγίανσις
ὑγίασμα
ὑγιαστήριον
ὑγιαστικός
ὑγιαστός
ὑγιάτης
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγιοζυγία
ὑγιοποιέω
View word page
ὑγίασμα
cure
ShortDef
cure
Debugging
Headword:
ὑγίασμα
Headword (normalized):
ὑγίασμα
Headword (normalized/stripped):
υγιασμα
IDX:
89856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89857
Key:
Data
{'content': 'cure'}