Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑβρίγελως
ὑβρίζω
ὑβριοπαθέω
ὑβρίς
ὕβρις
ὕβρισμα
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὑβριστοδίκαι
ὕβριστος
ὕβωμα
ὕβωσις
ὕγειος
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγίανσις
ὑγίασμα
ὑγιαστήριον
ὑγιαστικός
ὑγιαστός
View word page
ὕβριστος
wanton, insolent, outrageous

ShortDef

wanton, insolent, outrageous

Debugging

Headword:
ὕβριστος
Headword (normalized):
ὕβριστος
Headword (normalized/stripped):
υβριστος
IDX:
89849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89850
Key:

Data

{'content': 'wanton, insolent, outrageous'}