Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑαλουργός
ὑαλόχρους
ὑαλοψός
ὑαλώδης
ὑάλωμα
ὑαλῶπις
ὑβάζω
ὑβόομαι
ὗβος
ὑβός
ὑβρίγελως
ὑβρίζω
ὑβριοπαθέω
ὑβρίς
ὕβρις
ὕβρισμα
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὑβριστοδίκαι
ὕβριστος
View word page
ὑβρίγελως
a scornful laugher

ShortDef

a scornful laugher

Debugging

Headword:
ὑβρίγελως
Headword (normalized):
ὑβρίγελως
Headword (normalized/stripped):
υβριγελως
IDX:
89839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89840
Key:

Data

{'content': 'a scornful laugher'}