Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑαλουργεῖον
ὑαλουργικός
ὑαλουργός
ὑαλόχρους
ὑαλοψός
ὑαλώδης
ὑάλωμα
ὑαλῶπις
ὑβάζω
ὑβόομαι
ὗβος
ὑβός
ὑβρίγελως
ὑβρίζω
ὑβριοπαθέω
ὑβρίς
ὕβρις
ὕβρισμα
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
View word page
ὗβος
hump

ShortDef

hump

Debugging

Headword:
ὗβος
Headword (normalized):
ὗβος
Headword (normalized/stripped):
υβος
IDX:
89837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89838
Key:

Data

{'content': 'hump'}