Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑάλινος
ὑαλῖτις
ὑαλοειδής
ὑαλόεις
ὕαλος
ὑαλουργεῖον
ὑαλουργικός
ὑαλουργός
ὑαλόχρους
ὑαλοψός
ὑαλώδης
ὑάλωμα
ὑαλῶπις
ὑβάζω
ὑβόομαι
ὗβος
ὑβός
ὑβρίγελως
ὑβρίζω
ὑβριοπαθέω
ὑβρίς
View word page
ὑαλώδης
green

ShortDef

green

Debugging

Headword:
ὑαλώδης
Headword (normalized):
ὑαλώδης
Headword (normalized/stripped):
υαλωδης
IDX:
89832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89833
Key:

Data

{'content': 'green'}