Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑάλη2
ὑαλίζω
ὑάλινος
ὑαλῖτις
ὑαλοειδής
ὑαλόεις
ὕαλος
ὑαλουργεῖον
ὑαλουργικός
ὑαλουργός
ὑαλόχρους
ὑαλοψός
ὑαλώδης
ὑάλωμα
ὑαλῶπις
ὑβάζω
ὑβόομαι
ὗβος
ὑβός
ὑβρίγελως
ὑβρίζω
View word page
ὑαλόχρους
glass-coloured
ShortDef
glass-coloured
Debugging
Headword:
ὑαλόχρους
Headword (normalized):
ὑαλόχρους
Headword (normalized/stripped):
υαλοχρους
IDX:
89830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89831
Key:
Data
{'content': 'glass-coloured'}